θαμπός

θαμπός
και θαμβός, -ή, -ό (Μ θαμβός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει θολή επιφάνεια, αυτός που έχει υποστεί απώλεια ή μείωση τής στιλπνότητας ή τής διαύγειας του («θαμπός καθρέφτης»)
2. αυτός που δεν διακρίνεται με σαφήνεια («θαμπή εικόνα»)
3. (για την όραση) εξασθενημένη, θολή
4. (για τον νου) αυτός που έχει συσκότιση, διατάραξη τής αντίληψης και τής κρίσης («θαμπό μυαλό»)
5. (για κρασί) ο μη διαφανής, ο μη διαυγής
μσν.
ο έκπληκτος, ο κατάπληκτος.
επίρρ...
θαμπά
αμυδρά, θολά, όχι ευδιάκριτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θαμβός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θάμπος — θάμπος, το και θάμβος, το 1. η συσκότιση της όρασης από άπλετο ή ξαφνικό φως, το θάμπωμα. 2. μεγάλη έκπληξη, κατάπληξη, σάστισμα. 3. φόβος από τη θέα καταπληκτικού πράγματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάμπος — το το θάμβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάμβος] …   Dictionary of Greek

  • θαμπός — ή, ό επίρρ. ά 1. θολός: Θαμπό τζάμι. 2. αυτός που δε διακρίνεται καλά: Θαμπή φωτογραφία. 3. αμυδρός: Θαμπό φως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαμπίζω — [θαμπός] 1. γίνομαι θαμπός, θαμπώνω 2. (για τη νύχτα) σκοτεινιάζω 3. (για κρασί) είμαι λίγο θολός («τα νέα κρασιά θαμπίζουν ώσπου να πιάσει το κρύο) …   Dictionary of Greek

  • θαμπαίνω — [θαμπός] θαμπώνω …   Dictionary of Greek

  • αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… …   Dictionary of Greek

  • θαμβός — ή, ό (Μ θαμβός, ή, όν) βλ. θαμπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θαμβός μαρτυρείται αρχικά από τον Ευστάθιο με σημ. «αυτός που κατέχεται από έκπληξη» < θάμβος «έκπληξη, θαυμασμός». Όμως με το ουσ. θάμβος δηλώνεται και η συσκότιση τής οράσεως από άπλετο φως,… …   Dictionary of Greek

  • θαμπερός — ή, ό 1. αυτός που, λόγω τού δυνατού φωτός ή τής ισχυρής ακτινοβολίας, φέρνει θάμβος στην όραση, ο εκθαμβωτικός («θαμπερά καλοκαιριάτικα μεσημέρια») 2. (για πράγματα) μαύρος, σκοτεινός 3. (για την ατμόσφαιρα ή τη θάλασσα) ομιχλώδης, ζοφώδης («τα… …   Dictionary of Greek

  • θαμποκοπώ — άω 1. είμαι θαμπός, θολός 2. (για το φως τής ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) είμαι σκιερός, δεν φαίνομαι καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κοπώ* (πρβλ. βρομο κοπώ, γλεντο κοπώ] …   Dictionary of Greek

  • θαμπώνω — και θαμβώνω και θαμβώ, όω (AM θαμβοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης») 2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια τού καφενείου») 3. προκαλώ σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”